- ξεμαλλιασμένος
- η , ο1) с выдранными волосами; 2) взъерошенный, растрёпанный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμαλλιάζω — ξεμάλλιασα, ξεμαλλιάστηκα, ξεμαλλιασμένος 1. βγάζω τα μαλλιά κάποιου, τα ξεριζώνω: Θα σε ξεμαλλιάσω, αν σε πιάσω. 2. η μτχ., ξεμαλλιασμένος αυτός που έχει βγαλμένα ή ακατάστατα μαλλιά, αλλ. αναμαλλιασμένος: Βγήκε ξεμαλλιασμένη στο δρόμο και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμαλλιάζω — 1. τραβώ βίαια τα μαλλιά κάποιου, ξεριζώνω τα μαλλιά κάποιου («άμα σέ πιάσω θα σέ ξεμαλλιάσω») 2. ανακατώνω τα μαλλιά, αναμαλλιάζω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεμαλλιασμένος, η, ο αυτός που έχει ανακατεμένα μαλλιά, αναμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ξεμαλλιάρης — α, ικο αυτός που έχει ακατάστατα μαλλιά, ξεμαλλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμαλλιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. ξεδοντι άρης)] … Dictionary of Greek
ξεχτένιστος — η, ο [ξεχτενίζω] αχτένιστος, αναμαλλιάρης, ξεμαλλιασμένος … Dictionary of Greek
ξεμαλλιάζομαι — ξεμαλλιάζομαι, ξεμαλλιάστηκα, ξεμαλλιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμαλλιάρης, -α, -ικο — αυτός που έχει ανακατωμένα, ακατάστατα τα μαλλιά του, ξεμαλλιασμένος, αναμαλλιασμένος, αναμαλλιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)